κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
λυκοτρίχης, ὁ (Μ)αυτός που έχει τρίχωμα σαν του λύκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -τρίχης (< τρίχα), πρβλ. κοκκινοτρίχης, ξανθοτρίχης].