λυκοτρίχης

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

λυκοτρίχης, ὁ (Μ)
αυτός που έχει τρίχωμα σαν του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -τρίχης (< τρίχα), πρβλ. κοκκινοτρίχης, ξανθοτρίχης].