λυκοτρίχης
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
Greek Monolingual
λυκοτρίχης, ὁ (Μ)
αυτός που έχει τρίχωμα σαν του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -τρίχης (< τρίχα), πρβλ. κοκκινοτρίχης, ξανθοτρίχης].