λυμαντήρ: Difference between revisions

(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lymantir
|Transliteration C=lymantir
|Beta Code=lumanth/r
|Beta Code=lumanth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spoiler, destroyer</b>, φιλίας <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>3.3</span>.</span>
|Definition=λυμαντῆρος, ὁ, [[spoiler]], [[destroyer]], φιλίας X.''Hier.''3.3.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[destructeur]].<br />'''Étymologie:''' λυμαίνομαι.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ῆρος, ὁ, <i>der [[Zerstörende]], [[Verletzende]]</i>, Xen. <i>Hier</i>. 3.3.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡμαντήρ:''' ῆρος ὁ [[разрушитель]], [[нарушитель]] ([[φιλίας]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡμαντήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, [[καταστροφεύς]], ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.
|lstext='''λῡμαντήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, [[καταστροφεύς]], ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />destructeur.<br />'''Étymologie:''' λυμαίνομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυμαντήρ]], ῆρος, ὁ (A)<br />[[λυμαίνω]]<br />[[αφανιστής]], [[καταστροφέας]], λυμεώνας.
|mltxt=[[λυμαντήρ]], ῆρος, ὁ (A)<br />[[λυμαίνω]]<br />[[αφανιστής]], [[καταστροφέας]], λυμεώνας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡμαντήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[καταστροφέας]], αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῡμαντήρ, ῆρος,<br />a [[spoiler]], [[destroyer]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

English (LSJ)

λυμαντῆρος, ὁ, spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.

German (Pape)

[ῡ], ῆρος, ὁ, der Zerstörende, Verletzende, Xen. Hier. 3.3.

Russian (Dvoretsky)

λῡμαντήρ: ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель (φιλίας Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.

Greek Monolingual

λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A)
λυμαίνω
αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας.

Greek Monotonic

λῡμαντήρ: -ῆρος, ὁ, καταστροφέας, αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει κάτι, σε Ξεν.

Middle Liddell

λῡμαντήρ, ῆρος,
a spoiler, destroyer, Xen.