μαυσωλείο: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(24)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α μαυσώλειον και μαυσωλεῑον)<br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρεπής]] [[τάφος]] του σατράπη της Καρίας Μαυσώλου, που βρισκόταν στην Αλικαρνασσό<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[μεγαλοπρεπής]] [[τάφος]], [[μνημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μαύσωλος]].
|mltxt=το (Α μαυσώλειον και μαυσωλεῖον)<br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρεπής]] [[τάφος]] του σατράπη της Καρίας Μαυσώλου, που βρισκόταν στην Αλικαρνασσό<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[μεγαλοπρεπής]] [[τάφος]], [[μνημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μαύσωλος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

το (Α μαυσώλειον και μαυσωλεῖον)
1. μεγαλοπρεπής τάφος του σατράπη της Καρίας Μαυσώλου, που βρισκόταν στην Αλικαρνασσό
2. κάθε μεγαλοπρεπής τάφος, μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαύσωλος.