μελεία: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(24)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελεία]], ἡ (Α)<br />[[φροντίδα]], [[μέριμνα]], [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλω]] [[κατά]] τα θηλ. μετονοματικά σε -<i>εια</i> ([[επιμελής]] — [[επιμέλεια]]).
|mltxt=[[μελεία]], ἡ (Α)<br />[[φροντίδα]], [[μέριμνα]], [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλω]] [[κατά]] τα θηλ. μετονοματικά σε -<i>εια</i> ([[επιμελής]] — [[επιμέλεια]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

μελεία, ἡ (Α)
φροντίδα, μέριμνα, επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω κατά τα θηλ. μετονοματικά σε -εια (επιμελήςεπιμέλεια].