μοργίας: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοργίας]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λαιμαργία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. αιολ. τ. ενός αμάρτυρου <i>μαργία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάργος]], [[γαστριμαργία]])].
|mltxt=[[μοργίας]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λαιμαργία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. αιολ. τ. ενός αμάρτυρου <i>μαργία</i> ([[πρβλ]]. [[μάργος]], [[γαστριμαργία]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

μοργίας, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λαιμαργία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αιολ. τ. ενός αμάρτυρου μαργία (πρβλ. μάργος, γαστριμαργία)].