ξυλοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυλοβάμων]], -ονος, ό, ἡ (Μ)<br />αυτός που [[φορά]] [[ψηλά]] ξύλινα υποδήματα, που βαδίζει με [[μακριά]] ξύλινα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιθερο</i>-<i>βάμων</i>, <i>ιππο</i>-<i>βάμων</i>].
|mltxt=[[ξυλοβάμων]], -ονος, ό, ἡ (Μ)<br />αυτός που [[φορά]] [[ψηλά]] ξύλινα υποδήματα, που βαδίζει με [[μακριά]] ξύλινα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[αιθεροβάμων]], [[ιπποβάμων]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 9 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοβάμων: ὁ, ἡ, ὁ φορῶν ξυλίνας ὑψηλὰς ἐμβάδας, Εὐσταθ. Πονημάτ. 107. 4.

Greek Monolingual

ξυλοβάμων, -ονος, ό, ἡ (Μ)
αυτός που φορά ψηλά ξύλινα υποδήματα, που βαδίζει με μακριά ξύλινα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων, ιπποβάμων].