αιθεροβάμων

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

(-ονος), ο, η (Μ αἰθεροβάμων)
1. αυτός που βαίνει, που περπατά στον αίθερα, αιθεροβάτης, ουρανοδρόμος
2. αυτός που ζει εκτός πραγματικότητας, ονειροπόλος, φαντασιοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ + -βάμων < βαίνω].