νοοποιός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
(27)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=noopoios
|Transliteration C=noopoios
|Beta Code=noopoio/s
|Beta Code=noopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">creating Intelligence</b>, δύναμις <span class="bibl">Plot.6.8.18</span>, cf. <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Ti.</span>1.311</span> D., <span class="title">in Prm.</span>p.543 S., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>90</span>.</span>
|Definition=νοοποιόν, [[creating Intelligence]], δύναμις Plot.6.8.18, cf. Procl.''in Ti.''1.311 D., ''in Prm.''p.543 S., Dam.''Pr.''90.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῡ», Πλωτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=[[νοοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῦ», Πλωτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοοποιός Medium diacritics: νοοποιός Low diacritics: νοοποιός Capitals: ΝΟΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: noopoiós Transliteration B: noopoios Transliteration C: noopoios Beta Code: noopoio/s

English (LSJ)

νοοποιόν, creating Intelligence, δύναμις Plot.6.8.18, cf. Procl.in Ti.1.311 D., in Prm.p.543 S., Dam.Pr.90.

Greek (Liddell-Scott)

νοοποιός: -όν, ὁ ποιῶν νοῦν, παρέχων νοῦν, δύναμις Πλωτῖνος 753C.

Greek Monolingual

νοοποιός, -όν (Α)
αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῦ», Πλωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -ποιός].