μποτάκι: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(26)
 
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />χαμηλή [[μπότα]], [[μποτίνι]], που καλύπτει το [[πόδι]] ώς ή λίγο [[πάνω]] από τους αστραγάλους.
|mltxt=το<br />χαμηλή [[μπότα]], [[μποτίνι]], που καλύπτει το [[πόδι]] ώς ή λίγο [[πάνω]] από τους αστραγάλους.
}}
{{trml
|trtx====[[ankle boot]]===
French: [[bottine]]; German: [[Stiefelette]]; Greek: [[μποτάκι]]; Ancient Greek: [[ἀρβύλη]], [[ἀραβύλη]], [[ἀρβυλίς]]; Hungarian: bokacsizma; Italian: [[stivaletto]]; Spanish: [[botín]], [[botín ajustado]]; Swedish: stövlett
}}
}}

Latest revision as of 14:58, 11 February 2024

Greek Monolingual

το
χαμηλή μπότα, μποτίνι, που καλύπτει το πόδι ώς ή λίγο πάνω από τους αστραγάλους.

Translations

ankle boot

French: bottine; German: Stiefelette; Greek: μποτάκι; Ancient Greek: ἀρβύλη, ἀραβύλη, ἀρβυλίς; Hungarian: bokacsizma; Italian: stivaletto; Spanish: botín, botín ajustado; Swedish: stövlett