ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ηανδρικό ή γυναικείο ψηλό υπόδημα που φτάνει ώς το γόνατο, παλαιότερα ιδίως τών στρατιωτικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. botte, πιθ. < επίθ. bot «στραβός, κυρτός»].