μπότα

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

η
ανδρικό ή γυναικείο ψηλό υπόδημα που φτάνει ώς το γόνατο, παλαιότερα ιδίως τών στρατιωτικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. botte, πιθ. < επίθ. bot «στραβός, κυρτός»].