μποτίνι
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
το
είδος υποδήματος, χαμηλή μπότα που καλύπτει τους αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bottine < botte (βλ. λ. μπότα)].
Translations
ankle boot
French: bottine; German: Stiefelette; Greek: μποτάκι; Ancient Greek: ἀρβύλη, ἀραβύλη, ἀρβυλίς; Hungarian: bokacsizma; Italian: stivaletto; Spanish: botín, botín ajustado; Swedish: stövlett