Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μποτίνι

From LSJ

Greek Monolingual

το
είδος υποδήματος, χαμηλή μπότα που καλύπτει τους αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bottine < botte (βλ. λ. μπότα)].

Translations

ankle boot

French: bottine; German: Stiefelette; Greek: μποτάκι; Ancient Greek: ἀρβύλη, ἀραβύλη, ἀρβυλίς; Hungarian: bokacsizma; Italian: stivaletto; Spanish: botín, botín ajustado; Swedish: stövlett