χυτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chytikos
|Transliteration C=chytikos
|Beta Code=xutiko/s
|Beta Code=xutiko/s
|Definition=ή, όν, (χέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having a dissolving power</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>863a6</span>, Gal.11.711.</span>
|Definition=χυτική, χυτικόν, ([[χέω]]) [[having a dissolving power]], Arist.''Pr.''863a6, Gal.11.711.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1385.png Seite 1385]] zum Gießen, Ausgießen geschickt, Galen.
}}
{{elru
|elrutext='''χῠτικός:''' [[χυτός]] I] растворяющий, разжижающий или мягчительный (καταπλάσματος [[ἀρετή]] Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''χῠτικός''': -ή, -όν, (χέω) ὁ ἔχων διαλυτικὴν δύναμιν, Ἀριστ. Προβλ. 1. 30, Γαλην. τ. 13, σ. 115.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που έχει διαλυτικές ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῠτικός Medium diacritics: χυτικός Low diacritics: χυτικός Capitals: ΧΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chytikós Transliteration B: chytikos Transliteration C: chytikos Beta Code: xutiko/s

English (LSJ)

χυτική, χυτικόν, (χέω) having a dissolving power, Arist.Pr.863a6, Gal.11.711.

German (Pape)

[Seite 1385] zum Gießen, Ausgießen geschickt, Galen.

Russian (Dvoretsky)

χῠτικός: χυτός I] растворяющий, разжижающий или мягчительный (καταπλάσματος ἀρετή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

χῠτικός: -ή, -όν, (χέω) ὁ ἔχων διαλυτικὴν δύναμιν, Ἀριστ. Προβλ. 1. 30, Γαλην. τ. 13, σ. 115.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που έχει διαλυτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -τικός].