ογδοηκοστός: Difference between revisions
From LSJ
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀγδοηκοστός]], -ή, -όν)<br />(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει [[κατά]] αριθμητική [[σειρά]] τον αριθμό [[ογδόντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ογδοηκοστό</i><br />καθένα από τα [[ογδόντα]] ίσα μέρη ενός όλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγδοήκο</i>-<i>ντα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στός</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀγδοηκοστός]], -ή, -όν)<br />(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει [[κατά]] αριθμητική [[σειρά]] τον αριθμό [[ογδόντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ογδοηκοστό</i><br />καθένα από τα [[ογδόντα]] ίσα μέρη ενός όλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγδοήκο</i>-<i>ντα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στός</i> (<b>πρβλ.</b> [[εβδομηκοστός]], [[εξηκοστός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:20, 8 May 2023
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀγδοηκοστός, -ή, -όν)
(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό
καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο-ντα + -στός (πρβλ. εβδομηκοστός, εξηκοστός)].