εβδομηκοστός

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑβδομηκοστός, -ή, -όν)
1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τη θέση με αριθμό εβδομήντα
2. το ουδ. ως ουσ. το εβδομηκοστό(ν)
ένα από τα εβδομήντα ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα σύνολο.