ορθογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθογνώμων]], -ονος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που σκέπτεται και κρίνει [[ορθά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=[[ὀρθογνώμων]], -ονος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που σκέπτεται και κρίνει [[ορθά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. [[ισχυρογνώμων]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

ὀρθογνώμων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται και κρίνει ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρογνώμων.