ουλαμώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οὐλαμώνυμος]], -ον (Α)<br />(επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐλαμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]) με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ( | |mltxt=[[οὐλαμώνυμος]], -ον (Α)<br />(επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐλαμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]) με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[θηριώνυμος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 8 May 2023
Greek Monolingual
οὐλαμώνυμος, -ον (Α)
(επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηριώνυμος)].