θηριώνυμος
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
θηριώνυμον, named after a wild beast, Eust.ad D.P.976.
German (Pape)
[Seite 1210] nach einem Tiere benannt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηριώνῠμος: -ον, ὀνομασθεὶς ἐκ τοῦ ὀνόματος ἀγρίου θηρίου, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 976.
Greek Monolingual
θηριώνυμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πάρει το όνομα του από την ονομασία θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -ώνυμος (< όνυμα, δωρ. τ. του όνομα), πρβλ. ανώνυμος, περιώνυμος. Το -ω- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].