οὐρανία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(30) |
mNo edit summary |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 20:39, 27 September 2022
German (Pape)
[Seite 416] ἡ, ein Ballspiel, wobei man den Ball hoch in die Luft schlägt, Poll. 9, 106.
Greek Monolingual
η
εντομολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας ουρανιίδες, μεγάλη και εξαιρετικής ομορφιάς πεταλούδα της Μαδαγασκάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urania (< ουρανία < ουρανός)].