ουρανισκόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(30) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που κατ' εξοχήν προφέρεται με τον ουρανίσκο («ουρανισκόφωνοι φθόγγοι» — τα άφωνα κ, γ, χ, αλλ. ουρανικά).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ουρανίσκος]] <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] ( | |mltxt=-η, -ο<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που κατ' εξοχήν προφέρεται με τον ουρανίσκο («ουρανισκόφωνοι φθόγγοι» — τα άφωνα κ, γ, χ, αλλ. ουρανικά).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ουρανίσκος]] <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] ([[πρβλ]]. [[χειλόφωνος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Εμ. Φωτιάδη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 8 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο
γραμμ. αυτός που κατ' εξοχήν προφέρεται με τον ουρανίσκο («ουρανισκόφωνοι φθόγγοι» — τα άφωνα κ, γ, χ, αλλ. ουρανικά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανίσκος + φωνή (πρβλ. χειλόφωνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Εμ. Φωτιάδη].