παντοτινός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που υπάρχει [[πάντοτε]], [[αιώνιος]], [[μόνιμος]], [[διαρκής]] («και μια [[πληγή]] παντοτινή στα [[σωθικά]] μου 'φηκες», <b>Ερωτόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[παντοτινώς]] και -<i>ά</i><br />[[πάντοτε]], διαρκώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάντοτε]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σημερ</i>-<i>ινός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που υπάρχει [[πάντοτε]], [[αιώνιος]], [[μόνιμος]], [[διαρκής]] («και μια [[πληγή]] παντοτινή στα [[σωθικά]] μου 'φηκες», <b>Ερωτόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[παντοτινώς]] και -<i>ά</i><br />[[πάντοτε]], διαρκώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάντοτε]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. [[σημερινός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που υπάρχει πάντοτε, αιώνιος, μόνιμος, διαρκής («και μια πληγή παντοτινή στα σωθικά μου 'φηκες», Ερωτόκρ.).
επίρρ...
παντοτινώς και -ά
πάντοτε, διαρκώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντοτε + κατάλ. -ινός (πρβλ. σημερινός)].