πενηντάρης: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(31)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. -α<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[πενήντα]] ετών, που βρίσκεται στο πεντηκοστό [[έτος]] της ηλικίας του, [[πεντηκοντούτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πενήντα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εικοσ</i>-<i>άρης</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. -α<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[πενήντα]] ετών, που βρίσκεται στο πεντηκοστό [[έτος]] της ηλικίας του, [[πεντηκοντούτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πενήντα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> ([[πρβλ]]. [[εικοσάρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:57, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο, θηλ. -α
αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, που βρίσκεται στο πεντηκοστό έτος της ηλικίας του, πεντηκοντούτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενήντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. εικοσάρης)].