περιγελώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
(32)
 
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=περιγελῶ, -άω, ΝΜΑ<br />[[γελώ]] ή, γενικά, [[συμπεριφέρομαι]] περιφρονητικά και κοροϊδευτικά εις [[βάρος]] κάποιου, [[εμπαίζω]], [[χλευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γελώ]] από [[παντού]] («γέλασε δὲ πᾱσα περὶ [[χθών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=περιγελῶ, -άω, ΝΜΑ<br />[[γελώ]] ή, γενικά, [[συμπεριφέρομαι]] περιφρονητικά και κοροϊδευτικά εις [[βάρος]] κάποιου, [[εμπαίζω]], [[χλευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γελώ]] από [[παντού]] («γέλασε δὲ πᾶσα περὶ [[χθών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 8 May 2022

Greek Monolingual

περιγελῶ, -άω, ΝΜΑ
γελώ ή, γενικά, συμπεριφέρομαι περιφρονητικά και κοροϊδευτικά εις βάρος κάποιου, εμπαίζω, χλευάζω
νεοελλ.
εξαπατώ, ξεγελώ
αρχ.
γελώ από παντού («γέλασε δὲ πᾶσα περὶ χθών», Ομ. Ιλ.).