περίμηρος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(32)
 
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον μηρό («τοῑς περιμήροις τοῡ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον μηρό («τοῖς περιμήροις τοῦ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 28 March 2021

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από τον μηρό («τοῖς περιμήροις τοῦ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μηρός.