πισσάσφαλτος: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(32) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pissasfaltos | |Transliteration C=pissasfaltos | ||
|Beta Code=pissa/sfaltos | |Beta Code=pissa/sfaltos | ||
|Definition=Att. | |Definition=Att. [[πιττάσφαλτος]], ἡ, [[compound of asphalt and pitch]], Dsc.1.73, Plin.''HN''24.41, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
Att. πιττάσφαλτος, ἡ, compound of asphalt and pitch, Dsc.1.73, Plin.HN24.41, etc.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, Erdpech mit Theer gemischt, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πισσάσφαλτος: ἡ, κρᾶμα πίσσης καὶ ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 100, Πλίν. 24. 25, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α
νεοελλ.
ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. ασφαλτόπισσα
αρχ.
κράμα πίσσας και ασφάλτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄσφαλτος].