πισσάσφαλτος: Difference between revisions

(32)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pissasfaltos
|Transliteration C=pissasfaltos
|Beta Code=pissa/sfaltos
|Beta Code=pissa/sfaltos
|Definition=Att. πιττ-, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">compound of asphalt and pitch</b>, Dsc.1.73, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>24.41</span>, etc.</span>
|Definition=Att. [[πιττάσφαλτος]], ἡ, [[compound of asphalt and pitch]], Dsc.1.73, Plin.''HN''24.41, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

English (LSJ)

Att. πιττάσφαλτος, ἡ, compound of asphalt and pitch, Dsc.1.73, Plin.HN24.41, etc.

German (Pape)

[Seite 619] ἡ, Erdpech mit Theer gemischt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πισσάσφαλτος: ἡ, κρᾶμα πίσσης καὶ ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 100, Πλίν. 24. 25, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α
νεοελλ.
ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. ασφαλτόπισσα
αρχ.
κράμα πίσσας και ασφάλτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄσφαλτος].