πικραγγουριά: Difference between revisions
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(32) |
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] [[εκβάλλιο]], της οικογένειας κουρκουβιτίδες, ο ώριμος [[κρεμαστός]] [[καρπός]] του οποίου αποκόπτεται από το [[φυτό]] με το παραμικρότερο [[άγγιγμα]] ή και την ελαφρότερη [[κίνηση]] εκτινάσσοντας από τη δημιουργούμενη οπή τα σπέρματα [[μαζί]] με τον [[πάρα]] πολύ πικρό χυμό του. | |mltxt=η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] [[εκβάλλιο]], της οικογένειας κουρκουβιτίδες, ο ώριμος [[κρεμαστός]] [[καρπός]] του οποίου αποκόπτεται από το [[φυτό]] με το παραμικρότερο [[άγγιγμα]] ή και την ελαφρότερη [[κίνηση]] εκτινάσσοντας από τη δημιουργούμενη οπή τα σπέρματα [[μαζί]] με τον [[πάρα]] πολύ πικρό χυμό του. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=ar: قثاء الحمار; arz: قثاء الحمار; azb: ائششک خیاری; az: adi dəlixiyar; be: шалёны агурок; ca: esquitxagossos; cs: tykvice stříkavá; cy: cucumer chwystrellol; de: [[Spritzgurke]]; diq: xiyarê luye; el: [[πικραγγουριά]]; en: [[squirting cucumber]], [[exploding cucumber]], [[ecballium]]; grc: [[βουβάλιον]], [[ἀγριοσίκυον]], [[ἀγριαγγουρέα]], [[ἀγριαγγούριον]], [[αἷμα ἰκτῖνος]]; ext: melón bravíu; fa: خرخیار; fi: ruiskukurkku; ga: ecballium; gl: cogombro do demo; he: ירוקת חמור מצויה; hsb: tykwica; hy: կատաղի վարունգ; ja: テッポウウリ; kab: afeqqus n weɣyul; kk: атпақияр; nap: cucuzzigl; nl: springkomkommer; no: eselagurk; pl: tryskawiec sprężysty; ru: бешеный огурец; sv: sprutgurka; tr: eşek hıyarı; uk: скажений огірок; zh: 喷瓜 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 10 September 2022
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών εκβάλλιο, της οικογένειας κουρκουβιτίδες, ο ώριμος κρεμαστός καρπός του οποίου αποκόπτεται από το φυτό με το παραμικρότερο άγγιγμα ή και την ελαφρότερη κίνηση εκτινάσσοντας από τη δημιουργούμενη οπή τα σπέρματα μαζί με τον πάρα πολύ πικρό χυμό του.
Translations
ar: قثاء الحمار; arz: قثاء الحمار; azb: ائششک خیاری; az: adi dəlixiyar; be: шалёны агурок; ca: esquitxagossos; cs: tykvice stříkavá; cy: cucumer chwystrellol; de: Spritzgurke; diq: xiyarê luye; el: πικραγγουριά; en: squirting cucumber, exploding cucumber, ecballium; grc: βουβάλιον, ἀγριοσίκυον, ἀγριαγγουρέα, ἀγριαγγούριον, αἷμα ἰκτῖνος; ext: melón bravíu; fa: خرخیار; fi: ruiskukurkku; ga: ecballium; gl: cogombro do demo; he: ירוקת חמור מצויה; hsb: tykwica; hy: կատաղի վարունգ; ja: テッポウウリ; kab: afeqqus n weɣyul; kk: атпақияр; nap: cucuzzigl; nl: springkomkommer; no: eselagurk; pl: tryskawiec sprężysty; ru: бешеный огурец; sv: sprutgurka; tr: eşek hıyarı; uk: скажений огірок; zh: 喷瓜