πιτυρούχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(32)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πίτυρα («πιτυρούχο [[αλεύρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πιτυρούχος]]<br />ο [[πιτυρίτης]] [[άρτος]], το πιτυρούχο [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίτυρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Παλιγγενεσία</i>].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πίτυρα («πιτυρούχο [[αλεύρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πιτυρούχος]]<br />ο [[πιτυρίτης]] [[άρτος]], το πιτυρούχο [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίτυρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Παλιγγενεσία</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που περιέχει πίτυρα («πιτυρούχο αλεύρι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο πιτυρούχος
ο πιτυρίτης άρτος, το πιτυρούχο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + -ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].