πλειονότητα: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(33)
 
m (1 revision imported)
 
(One intermediate revision by one other user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πλειονότης]], -ητος, ΝΑ, [[πλειότης]] και [[πλεονότης]] Α [[πλείον</i> / [[πλέον]]<br />το μεγαλύτερο [[τμήμα]] πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μεγαλύτερο [[μήκος]], η [[μακρότητα]]<br /><b>2.</b> η [[μακρότητα]] της χορδής του μονοχόρδου.
|mltxt=η / [[πλειονότης]], -ητος, ΝΑ, [[πλειότης]] και [[πλεονότης]] Α [[πλείον]] / [[πλέον]]<br />το μεγαλύτερο [[τμήμα]] πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μεγαλύτερο [[μήκος]], η [[μακρότητα]]<br /><b>2.</b> η [[μακρότητα]] της χορδής του μονοχόρδου.
}}
}}

Latest revision as of 05:57, 4 October 2024

Greek Monolingual

η / πλειονότης, -ητος, ΝΑ, πλειότης και πλεονότης Α πλείον / πλέον
το μεγαλύτερο τμήμα πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων
αρχ.
1. το μεγαλύτερο μήκος, η μακρότητα
2. η μακρότητα της χορδής του μονοχόρδου.