πλινθευομένη: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(33) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | |||
|Full diacritics=πλινθευομένη | |||
|Medium diacritics=πλινθευομένη | |||
|Low diacritics=πλινθευομένη | |||
|Capitals=ΠΛΙΝΘΕΥΟΜΕΝΗ | |||
|Transliteration A=plintheuoménē | |||
|Transliteration B=plintheuomenē | |||
|Transliteration C=plintheyomeni | |||
|Beta Code=plinqeuome/nh | |||
|Definition=ἡ, [[tax on brickmaking]], POxy.502.44 (ii A. D.). | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[φόρος]] γης κατάλληλης για [[πλινθοποιία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. μέσ. ενεστ. του ρ. [[πλινθεύω]]. | |mltxt=ἡ, Α<br />[[φόρος]] γης κατάλληλης για [[πλινθοποιία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. μέσ. ενεστ. του ρ. [[πλινθεύω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 18 September 2024
English (LSJ)
ἡ, tax on brickmaking, POxy.502.44 (ii A. D.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
φόρος γης κατάλληλης για πλινθοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. μέσ. ενεστ. του ρ. πλινθεύω.