πλινθευομένη
From LSJ
Full diacritics: πλινθευομένη | Medium diacritics: πλινθευομένη | Low diacritics: πλινθευομένη | Capitals: ΠΛΙΝΘΕΥΟΜΕΝΗ |
Transliteration A: plintheuoménē | Transliteration B: plintheuomenē | Transliteration C: plintheyomeni | Beta Code: plinqeuome/nh |
ἡ, tax on brickmaking, POxy.502.44 (ii A. D.).
ἡ, Α
φόρος γης κατάλληλης για πλινθοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. μέσ. ενεστ. του ρ. πλινθεύω.