πλευροπνευμονία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(33) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
==English== | |||
[[pleuropneumonia]], [[peripneumonia]] | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>([[κτην]].)</b> [[νόσος]] τών πνευμόνων τών κατοικίδιων βοοειδών, προβάτων και αλόγων, που χαρακτηρίζεται από [[φλεγμονή]] τών πνευμόνων και προκαλείται από το μυκοειδές [[μυκόπλασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pleuropneumonia</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] <span style="color: red;">+</span> [[πνευμονία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο <i>Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης</i> του Γρ. Ζαλίκογλου]. | |mltxt=η, Ν<br /><b>([[κτην]].)</b> [[νόσος]] τών πνευμόνων τών κατοικίδιων βοοειδών, προβάτων και αλόγων, που χαρακτηρίζεται από [[φλεγμονή]] τών πνευμόνων και προκαλείται από το μυκοειδές [[μυκόπλασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pleuropneumonia</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] <span style="color: red;">+</span> [[πνευμονία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο <i>Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης</i> του Γρ. Ζαλίκογλου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:37, 1 March 2019
English
pleuropneumonia, peripneumonia
Greek Monolingual
η, Ν
(κτην.) νόσος τών πνευμόνων τών κατοικίδιων βοοειδών, προβάτων και αλόγων, που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή τών πνευμόνων και προκαλείται από το μυκοειδές μυκόπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleuropneumonia < πλευρά + πνευμονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].