προβαδίζω: Difference between revisions

(34)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=provadizo
|Transliteration C=provadizo
|Beta Code=probadi/zw
|Beta Code=probadi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">go before</b>, σκιὰ π. σώματος Plu.2.707b, cf. <span class="title">Hippiatr.</span>1.</span>
|Definition=[[go before]], σκιὰ π. σώματος Plu.2.707b, cf. ''Hippiatr.''1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0709.png Seite 709]] voran-, vorausgehen, Plut. Symp. 7, 6, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0709.png Seite 709]] voran-, vorausgehen, Plut. Symp. 7, 6, 1.
}}
{{bailly
|btext=marcher devant, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βαδίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προβᾰδίζω:''' [[двигаться впереди]] (τινός Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προβᾰδίζω''': [[βαδίζω]] πρό τινος, προηγοῦμαι, σκιὰ πρ. τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 707Β.
|lstext='''προβᾰδίζω''': [[βαδίζω]] πρό τινος, προηγοῦμαι, σκιὰ πρ. τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 707Β.
}}
{{bailly
|btext=marcher devant, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βαδίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[βαδίζω]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]], [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω το [[προβάδισμα]], [[δηλαδή]] [[πηγαίνω]] [[μπροστά]] από τους άλλους σε επίσημες τελετές.
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[βαδίζω]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]], [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω το [[προβάδισμα]], [[δηλαδή]] [[πηγαίνω]] [[μπροστά]] από τους άλλους σε επίσημες τελετές.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

English (LSJ)

go before, σκιὰ π. σώματος Plu.2.707b, cf. Hippiatr.1.

German (Pape)

[Seite 709] voran-, vorausgehen, Plut. Symp. 7, 6, 1.

French (Bailly abrégé)

marcher devant, gén..
Étymologie: πρό, βαδίζω.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰδίζω: двигаться впереди (τινός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰδίζω: βαδίζω πρό τινος, προηγοῦμαι, σκιὰ πρ. τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 707Β.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βαδίζω πριν από κάποιον άλλο, προηγούμαι, προπορεύομαι
νεοελλ.
έχω το προβάδισμα, δηλαδή πηγαίνω μπροστά από τους άλλους σε επίσημες τελετές.