προπορεύομαι

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source

English (Strong)

from πρό and πορεύομαι; to precede (as guide or herald): go before.

Greek Monolingual

ΝΑ
(σε πορεία) βαδίζω πριν από τους άλλους, προηγούμαι («προπορεύεται της πομπής»)
νεοελλ.
μτφ. κατέχω την πρώτη θέση, υπερέχω
αρχ.
1. έρχομαι προς τα εμπρός
2. προάγομαι, προβιβάζομαι («προπορεύεσθαι πρὸς τὴν στρατηγίαν», Πολ.)
3. (για ποταμό) περνώ μπροστά από κάτι
4. (σπάν. ο ενεργ. τ.) προπορεύω
ενεργώ έτσι ώστε να βαδίσει ή να πορευθεί κανείς προς τα εμπρός ή στέλνω προς τα εμπρός
5. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ προπορευόμενοι
η εμπροσθοφυλακή στρατεύματος
6. (η μτχ. θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ προπορευομένη
η πρόπολος.

Greek Monotonic

προπορεύομαι: Παθ., με Μέσ. αόρ. αʹ
1. βαδίζω μπροστά ή προς τα εμπρός, σε Ξεν.
2. έρχομαι μπροστά, σε Πολύβ.
3. προάγομαι, προβιβάζομαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προπορεύομαι:
1 идти вперед или впереди (π. ἔμπροσθεν Xen.; τινος Arst., NT; πρὸ προσώπου τινός NT): π. ἐπὶ δύο ἡμέραις Polyb. быть впереди на два дневных перехода; οἱ προπορευσάμενοι Polyb. авангард;
2 выдвигаться (на должность) (πρὸς τὴν ἀρχήν Polyb.).

Middle Liddell

1. Pass., with aor1 mid., to go before or forward, Xen.
2. to come forward, Polyb.
3. to be promoted, advance, Polyb.

Chinese

原文音譯:proporeÚomai 普羅-坡留哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在前-走
字義溯源:在前引路,行,走在前面;由(πρό)*=前)與(πορεύομαι)=走過)組成;其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 在前引路(1) 徒7:40;
2) 你要行(1) 路1:76