προπορεύομαι
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (Strong)
from πρό and πορεύομαι; to precede (as guide or herald): go before.
Greek Monolingual
ΝΑ
(σε πορεία) βαδίζω πριν από τους άλλους, προηγούμαι («προπορεύεται της πομπής»)
νεοελλ.
μτφ. κατέχω την πρώτη θέση, υπερέχω
αρχ.
1. έρχομαι προς τα εμπρός
2. προάγομαι, προβιβάζομαι («προπορεύεσθαι πρὸς τὴν στρατηγίαν», Πολ.)
3. (για ποταμό) περνώ μπροστά από κάτι
4. (σπάν. ο ενεργ. τ.) προπορεύω
ενεργώ έτσι ώστε να βαδίσει ή να πορευθεί κανείς προς τα εμπρός ή στέλνω προς τα εμπρός
5. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ προπορευόμενοι
η εμπροσθοφυλακή στρατεύματος
6. (η μτχ. θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ προπορευομένη
η πρόπολος.
Greek Monotonic
προπορεύομαι: Παθ., με Μέσ. αόρ. αʹ
1. βαδίζω μπροστά ή προς τα εμπρός, σε Ξεν.
2. έρχομαι μπροστά, σε Πολύβ.
3. προάγομαι, προβιβάζομαι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προπορεύομαι:
1 идти вперед или впереди (π. ἔμπροσθεν Xen.; τινος Arst., NT; πρὸ προσώπου τινός NT): π. ἐπὶ δύο ἡμέραις Polyb. быть впереди на два дневных перехода; οἱ προπορευσάμενοι Polyb. авангард;
2 выдвигаться (на должность) (πρὸς τὴν ἀρχήν Polyb.).
Middle Liddell
1. Pass., with aor1 mid., to go before or forward, Xen.
2. to come forward, Polyb.
3. to be promoted, advance, Polyb.
Chinese
原文音譯:proporeÚomai 普羅-坡留哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在前-走
字義溯源:在前引路,行,走在前面;由(πρό)*=前)與(πορεύομαι)=走過)組成;其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 在前引路(1) 徒7:40;
2) 你要行(1) 路1:76