ροδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιά, -ί, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] του ροδιού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ροδί]]<br />το [[χρώμα]] του ροδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρόδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαλασσ</i>-<i>ής</i>, <i>σταχτ</i>-<i>ής</i>)].
|mltxt=-ιά, -ί, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] του ροδιού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ροδί]]<br />το [[χρώμα]] του ροδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρόδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i> (<b>πρβλ.</b> [[θαλασσής]], [[σταχτής]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ιά, -ί, Ν
1. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του ροδιού
2. το ουδ. ως ουσ. το ροδί
το χρώμα του ροδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδι + κατάλ. -ης (πρβλ. θαλασσής, σταχτής)].