ρωγάς: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> ξεσχισμένος, κουρελιασμένος<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ρήγμα]], [[σχίσμα]] γης, [[χάσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ῥώξ</i>, <i>ῥωγός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεδι</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> ξεσχισμένος, κουρελιασμένος<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ρήγμα]], [[σχίσμα]] γης, [[χάσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ῥώξ</i>, <i>ῥωγός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[πεδιάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 11 May 2023

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος
2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεδιάς)].