Ρώμη: Difference between revisions
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
(36) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, / Ῥώμη, ΝΜΑ<br />η σημερινή [[πρωτεύουσα]] της Ιταλίας και [[κράτος]] της αρχαιότητας το οποίο περιλάμβανε, [[εκτός]] από την ομώνυμη [[πόλη]], την Ιταλία και [[ολόκληρο]] τον μεσογειακό κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η, / Ῥώμη, ΝΜΑ<br />η σημερινή [[πρωτεύουσα]] της Ιταλίας και [[κράτος]] της αρχαιότητας το οποίο περιλάμβανε, [[εκτός]] από την ομώνυμη [[πόλη]], την Ιταλία και [[ολόκληρο]] τον μεσογειακό κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>R</i><i>ō</i><i>ma</i>, που [[είναι]] πιθ. ετρουσκικής προελεύσεως]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=[Ώ][[Ρώμη]]<br />Meaning: <b class="b2">the name of the city of Rome</b><br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Latin<br />Etymology: S. h. 2000, LXXIV. 1-2281 (esp. on [[ῥωμαϊστής]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
η, / Ῥώμη, ΝΜΑ
η σημερινή πρωτεύουσα της Ιταλίας και κράτος της αρχαιότητας το οποίο περιλάμβανε, εκτός από την ομώνυμη πόλη, την Ιταλία και ολόκληρο τον μεσογειακό κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. Rōma, που είναι πιθ. ετρουσκικής προελεύσεως].
Frisk Etymological English
[Ώ]Ρώμη
Meaning: the name of the city of Rome
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Latin
Etymology: S. h. 2000, LXXIV. 1-2281 (esp. on ῥωμαϊστής).