πρωτεύουσα

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229

Greek Monolingual

η, Ν
1. πόλη, κωμόπολη ή και χωριό όπου εδρεύουν οι ανώτερες αρχές διοικητικής περιφέρειας ή η κυβέρνηση μιας πολιτείας
2. (κατ' επέκτ.) η μεγαλύτερη ή η σημαντικότερη από οικονομική, πολιτιστική ή άλλη άποψη πόλη μιας περιφέρειας
3. φρ. «πολιτιστική πρωτεύουσα» — θεσμός που με ελληνική πρωτοβουλία ίδρυσαν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες και βάσει του οποίου ανά έτος ανακηρύσσεται μια ιστορική πόλη κράτους-μέλους τών κοινοτήτων ή και της μείζονος Ευρώπης ως κέντρο στο οποίο διεξάγονται πολιτιστικές εκδηλώσεις παγκοινοτικής σημασίας και συμμετοχής, με κύριο στόχο την καλλιέργεια και την ανάπτυξη του πνεύματος συνεργασίας και ενότητας τών ευρωπαϊκών χωρών και λαών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. πρωτεύω.