σαλίγκαρος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σαλίγγαρος, ο, Ν<br /><b>1.</b> το [[σαλιγκάρι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> (παλαιότερα) [[διάδρομος]] σε [[σχήμα]] οστράκου σαλιγκαριού, στον οποίο ασκούνταν και εξετάζονταν οι υποψήφιοι οδηγοί αυτοκινήτων<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[κεντρόφυγος]] [[ανεμιστήρας]] για τον αερισμό τών εσωτερικών χώρων του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαλιγκάρι]] / <i>σαλιγγάρι</i> <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μούλαρ</i>-<i>ος</i>)].
|mltxt=και σαλίγγαρος, ο, Ν<br /><b>1.</b> το [[σαλιγκάρι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> (παλαιότερα) [[διάδρομος]] σε [[σχήμα]] οστράκου σαλιγκαριού, στον οποίο ασκούνταν και εξετάζονταν οι υποψήφιοι οδηγοί αυτοκινήτων<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[κεντρόφυγος]] [[ανεμιστήρας]] για τον αερισμό τών εσωτερικών χώρων του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαλιγκάρι]] / <i>σαλιγγάρι</i> <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>ος</i> ([[πρβλ]]. [[μούλαρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:17, 11 May 2023

Greek Monolingual

και σαλίγγαρος, ο, Ν
1. το σαλιγκάρι
2. συνεκδ. (παλαιότερα) διάδρομος σε σχήμα οστράκου σαλιγκαριού, στον οποίο ασκούνταν και εξετάζονταν οι υποψήφιοι οδηγοί αυτοκινήτων
3. ναυτ. κεντρόφυγος ανεμιστήρας για τον αερισμό τών εσωτερικών χώρων του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλιγκάρι / σαλιγγάρι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. μούλαρος)].