σατιρικός: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(36) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν [[σάτιρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σάτιρα]] ως λογοτεχνικό [[είδος]] (α. «σατιρικό [[ποίημα]]» β. «[[σατιρικός]] [[συγγραφέας]]»)<br /><b>2.</b> [[σκωπτικός]], [[ειρωνικός]] («σατιρική [[διάθεση]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό, Ν [[σάτιρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σάτιρα]] ως λογοτεχνικό [[είδος]] (α. «σατιρικό [[ποίημα]]» β. «[[σατιρικός]] [[συγγραφέας]]»)<br /><b>2.</b> [[σκωπτικός]], [[ειρωνικός]] («σατιρική [[διάθεση]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σατιρικός]]<br />[[συγγραφέας]] σατιρών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σατιρικώς</i> και <i>σατιρικά</i> Ν<br />με σατιρικό τρόπο, σκωπτικά, ειρωνικά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν σάτιρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σάτιρα ως λογοτεχνικό είδος (α. «σατιρικό ποίημα» β. «σατιρικός συγγραφέας»)
2. σκωπτικός, ειρωνικός («σατιρική διάθεση»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο σατιρικός
συγγραφέας σατιρών.
επίρρ...
σατιρικώς και σατιρικά Ν
με σατιρικό τρόπο, σκωπτικά, ειρωνικά.