σκληρόψυχος: Difference between revisions

(37)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skliropsychos
|Transliteration C=skliropsychos
|Beta Code=sklhro/yuxos
|Beta Code=sklhro/yuxos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard-hearted</b>, Sch.rec.<span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>242</span>.</span>
|Definition=σκληρόψυχον, [[hard-hearted]], Sch.rec.A.''Pr.''242.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

English (LSJ)

σκληρόψυχον, hard-hearted, Sch.rec.A.Pr.242.

German (Pape)

[Seite 901] harthetzig, Schol. Aesch. Prom. 242.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν ψυχήν, σκληροκάρδιος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 242.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληρόψυχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρή ψυχή σκληρόκαρδος, ανηλεής
νεοελλ.
χαρακτηρισμός καταστάσεων δηλωτικών της σκληρότητας της ψυχής («σκληρόψυχο φέρσιμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].