στερνός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(38) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> [[κατοπινός]], ύστερος<br /><b>2.</b> ύστατος, [[έσχατος]], [[τελευταίος]] («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> [[κατοπινός]], ύστερος<br /><b>2.</b> ύστατος, [[έσχατος]], [[τελευταίος]] («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[στερνά]]<br />τα [[γηρατειά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καλά [[στερνά]]»<br />(ως [[ευχή]]) καλά [[γεράματα]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «στερνή μου [[γνώση]] να σ' είχα [[πρώτα]]» — λέγεται για τις περιπτώσεις που [[κάποιος]] μετανοεί για απερίσκεπτες πράξεις που έκανε ή για [[λόγια]] που είπε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υστερνός]] (με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>υ</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[υστερινός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. κατοπινός, ύστερος
2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά
τα γηρατειά
4. φρ. «καλά στερνά»
(ως ευχή) καλά γεράματα
5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα» — λέγεται για τις περιπτώσεις που κάποιος μετανοεί για απερίσκεπτες πράξεις που έκανε ή για λόγια που είπε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερνός (με σίγηση του αρκτικού άτονου υ-) < υστερινός].