στωικότητα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του στωικού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ηρεμία]], [[απάθεια]], [[αταραξία]] («αντιμετωπίζει με [[στωικότητα]] τις δυσκολίες της ζωής»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στωικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>στωϊκότης</i>, μαρτυρείται από το 1861 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> τών Σχινά-Λεβαδέως].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του στωικού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ηρεμία]], [[απάθεια]], [[αταραξία]] («αντιμετωπίζει με [[στωικότητα]] τις δυσκολίες της ζωής»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στωικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>στωϊκότης</i>, μαρτυρείται από το 1861 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> τών Σχινά-Λεβαδέως].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του στωικού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ηρεμία]], [[απάθεια]], [[αταραξία]] («αντιμετωπίζει με [[στωικότητα]] τις δυσκολίες της ζωής»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στωικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>στωϊκότης</i>, μαρτυρείται από το 1861 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> τών Σχινά-Λεβαδέως].
}}
}}

Latest revision as of 19:22, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του στωικού
2. μτφ. ηρεμία, απάθεια, αταραξία («αντιμετωπίζει με στωικότητα τις δυσκολίες της ζωής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στωικός. Η λ., στον λόγιο τ. στωϊκότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά-Λεβαδέως].