συμπερίληψη: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συμπεριλαμβάνω]], το να συμπεριλαμβάνει [[κανείς]] [[κάτι]] ή κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπεριλαμβάνω]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμπερίληψις</i>, μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συμπεριλαμβάνω]], το να συμπεριλαμβάνει [[κανείς]] [[κάτι]] ή κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπεριλαμβάνω]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμπερίληψις</i>, μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].
|mltxt=η, Ν<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συμπεριλαμβάνω]], το να συμπεριλαμβάνει [[κανείς]] [[κάτι]] ή κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπεριλαμβάνω]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμπερίληψις</i>, μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].
}}
}}

Latest revision as of 19:40, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμπεριλαμβάνω, το να συμπεριλαμβάνει κανείς κάτι ή κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπεριλαμβάνω. Η λ., στον λόγιο τ. συμπερίληψις, μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].