συνδιασώζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 5: Line 5:
|mltxt=ΜΑ<br />[[διασώζω]] από κοινού με άλλους, [[βοηθώ]] κι εγώ στη [[διάσωση]] προσώπων ή πραγμάτων («συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ΜΑ<br />[[διασώζω]] από κοινού με άλλους, [[βοηθώ]] κι εγώ στη [[διάσωση]] προσώπων ή πραγμάτων («συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=ΜΑ<br />[[διασώζω]] από κοινού με άλλους, [[βοηθώ]] κι εγώ στη [[διάσωση]] προσώπων ή πραγμάτων («συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ», <b>Πλάτ.</b>).
|mdlsjtxt=to [[assist]] in preserving, Thuc., Dem.
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 27 September 2022

German (Pape)

[Seite 1008] (s. σώζω), mit od. zugleich retten, erhalten; Thuc. 4, 62. 6, 89 u. öfter; καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ, Plat. Conv. 220 e; Isocr. 19, 20; συνδιασῶσαί μοι τὴν οὐσίαν, Dem. 28, 15.

Greek Monolingual

ΜΑ
διασώζω από κοινού με άλλους, βοηθώ κι εγώ στη διάσωση προσώπων ή πραγμάτων («συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ», Πλάτ.).

Middle Liddell

to assist in preserving, Thuc., Dem.