τούρλα: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(41)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει στρογγυλό [[σχήμα]] με μυτερή [[κορυφή]]<br /><b>2.</b> [[χαμηλός]] [[στρογγυλός]] [[λόφος]]<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) τουρλωτά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στην [[τούρλα]] του Σαββάτου» — την τελευταία [[στιγμή]], [[χωρίς]] την απαραίτητη [[προετοιμασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρούλ</i>(<i>λ</i>)<i>α</i> με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b><br />το [[τουρλί]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει στρογγυλό [[σχήμα]] με μυτερή [[κορυφή]]<br /><b>2.</b> [[χαμηλός]] [[στρογγυλός]] [[λόφος]]<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) τουρλωτά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στην [[τούρλα]] του Σαββάτου» — την τελευταία [[στιγμή]], [[χωρίς]] την απαραίτητη [[προετοιμασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρούλ</i>(<i>λ</i>)<i>α</i> με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b><br />το [[τουρλί]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
1. καθετί που έχει στρογγυλό σχήμα με μυτερή κορυφή
2. χαμηλός στρογγυλός λόφος
3. (ως επίρρ.) τουρλωτά
4. φρ. «στην τούρλα του Σαββάτου» — την τελευταία στιγμή, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρούλ(λ)α με μετάθεση του -ρ-].
(II)
η, Ν
ζωολ.
το τουρλί.