χορταστικός: Difference between revisions

(46)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chortastikos
|Transliteration C=chortastikos
|Beta Code=xortastiko/s
|Beta Code=xortastiko/s
|Definition=ή, όν, (χορτάζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">good for feeding, nutritious</b>, Hsch. s.v. [[καπανικώτερα]] (Comp.).</span>
|Definition=χορταστική, χορταστικόν, ([[χορτάζω]]) [[good for feeding]], [[nutritious]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[καπανικώτερα]] (Comp.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

English (LSJ)

χορταστική, χορταστικόν, (χορτάζω) good for feeding, nutritious, Hsch. s.v. καπανικώτερα (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1367] zum Füttern, Mästen gehörig, geschickt (?).

Greek (Liddell-Scott)

χορταστικός: -ή, -όν, (χορτάζω) ἁρμόδιος εἰς τὸ χορτάζειν, χορταστικὸς ὡς καὶ νῦν, ἴδε καπανικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χορταστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χορτάζω
αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός
νεοελλ.
1. άφθονος («χορταστικό παγωτό»)
2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»).
επίρρ...
χορταστικά Ν
κατά τρόπο χορταστικό.