απολαυστικός

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀπολαυστικός, -ή, -όν)
πρόξενος απόλαυσης, τερπνός, ευφρόσυνος
αρχ.
ο αφιερωμένος στην απόλαυση, αυτός που αγαπά τις απολαύσεις.