απολαυστικός

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀπολαυστικός, -ή, -όν)
πρόξενος απόλαυσης, τερπνός, ευφρόσυνος
αρχ.
ο αφιερωμένος στην απόλαυση, αυτός που αγαπά τις απολαύσεις.