υλιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(42) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / ὑλιστικός, -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή, [[ματεριαλιστικός]] («υλιστική [[θεωρία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / ὑλιστικός, -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή, [[ματεριαλιστικός]] («υλιστική [[θεωρία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὑλιστικόν]]<br />[[οτιδήποτε]] ανήκει στον υλιστήρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υλιστικώς</i> και <i>υλιστικά</i> Ν<br />σύμφωνα με τη [[θεωρία]] του υλισμού, από την [[άποψη]] του υλισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑλίζω]] «[[διηθώ]], [[στραγγίζω]]». Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. <span style="color: red;"><</span> [[υλιστής]] μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό <i>Χρυσαλίδα</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:45, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑλιστικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή, ματεριαλιστικός («υλιστική θεωρία»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλιστικόν
οτιδήποτε ανήκει στον υλιστήρα.
επίρρ...
υλιστικώς και υλιστικά Ν
σύμφωνα με τη θεωρία του υλισμού, από την άποψη του υλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω «διηθώ, στραγγίζω». Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. < υλιστής μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Χρυσαλίδα].