ματεριαλιστικός

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ματεριαλιστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ματεριαλισμό ή στον ματεριαλιστή, υλιστικός.
επίρρ...
ματεριαλιστικά
με τρόπο ματεριαλιστικό.