χηνήσιος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χήνα]], [[χήνειος]] (α. «χηνήσιο [[κρέας]]» β. «χηνήσιο [[βάδισμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χήνα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοσχαρ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χήνα]], [[χήνειος]] (α. «χηνήσιο [[κρέας]]» β. «χηνήσιο [[βάδισμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χήνα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[μοσχαρήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χήνειος (α. «χηνήσιο κρέας» β. «χηνήσιο βάδισμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήνα + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. μοσχαρήσιος)].