χαριτοκόσμητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(46)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />στολισμένος από τις Χάριτες ή [[προικισμένος]] με χάρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κόσμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοσμητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>κόσμητος</i>].
|mltxt=-ον, Μ<br />στολισμένος από τις Χάριτες ή [[προικισμένος]] με χάρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κόσμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοσμητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμῶ</i>), [[πρβλ]]. [[εὐκόσμητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτοκόσμητος: -ον, ὁ κεκοσμημένος ὑπὸ τῶν Χαρίτων, Μανασ. Χρον. 2623.

Greek Monolingual

-ον, Μ
στολισμένος από τις Χάριτες ή προικισμένος με χάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ), πρβλ. εὐκόσμητος].